- ταξονομία
- η, Ν1. το σύνολο τών αρχών τής συστηματικής ζωολογίας και βοτανικής οι οποίες κατατάσσουν τα είδη τών φυτών και τών ζώων σε ιεραρχικές κατηγορίες ανώτερων και δευτερευουσών ομάδων2. φρ. «αριθμητική ταξονομία»βιολ. η πολυμεταβλητή ανάλυση πολλών μετρήσιμων χαρακτηριστικών κατά την ταξινόμηση, η οποία, τελικά, οδηγεί σε ποσοτικές εκτιμήσεις τών συνολικών διαφορών.
Dictionary of Greek. 2013.