ταξονομία

ταξονομία
η, Ν
1. το σύνολο τών αρχών τής συστηματικής ζωολογίας και βοτανικής οι οποίες κατατάσσουν τα είδη τών φυτών και τών ζώων σε ιεραρχικές κατηγορίες ανώτερων και δευτερευουσών ομάδων
2. φρ. «αριθμητική ταξονομία»
βιολ. η πολυμεταβλητή ανάλυση πολλών μετρήσιμων χαρακτηριστικών κατά την ταξινόμηση, η οποία, τελικά, οδηγεί σε ποσοτικές εκτιμήσεις τών συνολικών διαφορών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τάξο(ν) — ή ταξόν, το, Ν βιολ. κάθε μονάδα που χρησιμοποιείται στη βιολογική ταξινόμηση ή ταξονομία …   Dictionary of Greek

  • ταξονόμος — ο, η, Ν ειδικός που ασχολείται με την ταξονομία …   Dictionary of Greek

  • Γουίλκινσον, Τζέφρεϊ — (Geoffrey Wilkinson, Γιόρκσαϊρ 1921 – 1996). Άγγλος χημικός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Τοντμόρντεν του Γιόρκσαιρ. Το σχολείο όπου φοίτησε στα παιδικά του χρόνια έχει το μοναδικό προνόμιο της ανάδειξης δύο κατόχων βραβείου Νόμπελ μέσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”